- πλάδωσις
- -ώσεως, ἡ, Απλαδαρότητα, χαλάρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαδῶ/-άω με την κατάλ. τών ρ. σε -όω/-ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάδωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδώσεις — πλάδωσις fem nom/voc pl (attic epic) πλάδωσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδώσης — πλάδωσις fem nom/voc pl (doric aeolic) πλαδάω to be flaccid pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάδωσιν — πλάδωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)